- πρεμνώδης
- πρεμν-ώδης, ες,A like a trunk, τὸ π. the trunk-like stock, i.e. rhizome, Thphr.HP4.10.5, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρεμνώδης — ῶδες, Α [πρέμνον] 1. αυτός που είναι όμοιος με κορμό δέντρου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρεμνῶδες α) το μέρος τού δέντρου που μοιάζει με κούτσουρο β) το ρίζωμα … Dictionary of Greek
πρεμνώδη — πρεμνώδης like a trunk neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρεμνώδης like a trunk masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρεμνώδης like a trunk masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεμνώδους — πρεμνώδης like a trunk masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)